ἀδιˬαντροπία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιˬαντροπία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀδιˬαντροπία ἡ, Τσακων. ἀδιˬαdροπιˬὰ Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) ἀδιˬαντρουπιˬὰ Λυκ. (Λιβύσσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀδιˬαdρουπιˬὰ Μακεδ. (Μελέν.) Σάμ. ἀδιˬαντροκία Τσακων.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀδιαντροπία.

Σημασιολογία

Ἀναίδεια, ἀναισχυντία ἔνθ’ ἀν.: Μουρ’ ἀδιˬαdροπιˬά! Ἀπύρανθ. Τί ἀδιˬαντρουπιˬὰ πὄ᾿ αὐτείν’ ἡ τσούπα! Αἰτωλ. Δὲ σκιˬάχ’κα τίπουτ’ ἄλλου ἀπ’ ’ν ἀδιαντρουπιˬὰ (ἀπ᾽ ’ν=ἀπὸ τὴν) αὐτόθ. Συνών. ἀνεντροπιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/