ἀγριομαστιχεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριομαστιχεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀγριομαστιχεˬὰ ἡ, ΠΓεννάδ. 467 ἀγριγιˬουμαστ’χεˬὰ Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. μαστιχεˬά.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἀγριόχορτον καρλινία ἡ κομμεοφόρος (carlina gummifera) τῆς δημώδους οἰκογενείας τῶν ἀγκαθιῶν, τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae), παράγον τὴν ρητινώδη οὐσίαν μαστίχην ΠΓεννάδ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀγκαθοκολλεˬά, ἀγκαθομαστίχα, ἀγριομαστίχα 1, κολλάγκαθο, μαστιχάγκαθο, μαστιχομάραθο. 2) Τὸ δένδρον τερέβινθος πιστακία (pistacia terebinthus) τῆς τάξεως τῶν ἀνακαρδιωδῶν (anacardiaceae) Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA