ἀδιˬαρμήνευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιˬαρμήνευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδιˬαρμήνευτος ἐπίθ. Σῦρ. ἀδρμένευτος Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπίθ. *διˬαρμηνευτὸς<διˬαρμηνεύω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ τυχὼν συμβουλῆς, νουθεσίας, καθοδηγίας ἔνθ’ ἀν.: Τὸ παιδὶ τό ᾿στειλες ἀδιˬαρμήνευτο Σῦρ. Ἀδρμένευτον ἔστειλεν ἀτον ’ς σὴν ξενιτείαν Κοτύωρ. Τὰ παιδία σ᾿ ἀδρμένευτα μ᾿ φίντς ἀτα (τὸ μ᾿ φίντς ἐκ τοῦ μὴ ἀφίνῃς) Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/