ἀγριομαυρόκοκκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριομαυρόκοκκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριομαυρόκοκκος ὁ, ΠΓεννάδ. Σιτάρκ. 25.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. μαυρόκοκκος.
Σημασιολογία
Τὸ ποῶδες φυτὸν μελάνθιον τὸ ἀρουραῖον (nigella arvensis) καὶ μελάνθιον τὸ ἥμερον (nigella sativa) τῆς τάξεως τῶν βατραχιωδῶν (ranunculaceae), τὸ ἀρχ. μελάνθιον (Διοσκορ. 3,83) «ἔχον σπέρμα μέλαν, δριμύ, εὐῶδες, καταπλασσόμενον εἰς ἄρτους». Συνών. μαυροκούκκι, μαυροσήσαμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA