ἀδιˬαρμισιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιˬαρμισιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀδιˬαρμισιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀδιˬαρμιιˬὰ Ἴμβρ. ἀδγιˬαρμιιˬὰ Ἴμβρ. ἀδιˬαρμ’σὰ Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. διˬάρμισι. Πβ. ἀ- στερητ. 1 β.
Σημασιολογία
Ἀταξία, ἀκαταστασία ἔνθ’ ἀν.: Τί ἀδιˬαρμ’σὰ εἶνι, κόρη μ᾿! Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA