ἀγριομέλισσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριομέλισσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀγριομέλισσα ἡ, Ἤπ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Μάν.) Σύμ. -Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀgριγιˬομέλισσα Κρήτ. ἀγρουμέλισσα Ἤπ. (Μέτσοβ.) ἀγρομέλ’σσα Καππ. (Σινασσ.) ἀγρομέν’σσα Καππ. (᾿Αραβάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. μέλισσα. Πβ. μεσν. ἀγριμέλισσα, ἀγριομέλιττα.
Σημασιολογία
1) Ἡ κοινὴ μέλισσα, μέλισσα ἡ μελιτοφόρος (apis melifera) ἐν τῇ ἀγρίᾳ καταστάσει ἔνθ’ ἀν. β) Περιεκτ. σμῆνος μελισσῶν διαιτωμένων ἐν ρωγμῇ ἢ κοιλώματι ἀποκρήμνου θέσεως Κρήτ. Σύμ. 2) Ἡ μελισσόμορφος μικρὰ σφήξ, σφὴξ ἡ ἀγρία (vespa vulgaris), ἡ τῶν ἀρχ. ἀνθρήνη, σφὴξ ἡ ᾿Ανατολικὴ (vespa Orientalis) καὶ οἱ βομβυλιοὶ bombus hortorum, bombus campestris, bombus muscarum ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Ὅλα τὰ μελίζιˬα ἂν ἔθε͜ιαναν μέλι, ἤθελαν νὰ φκε͜ιάσουν κ’ οἱ ἀγρομέλ’σσες (ἐπὶ ἀνικάνου μεγαλαυχοῦντος. Πβ. συνών. παροιμ. δὲν κάνουν κ’ οἱ μπαμποῦροι μέλι) Σινασσ. || ᾎσμ. Διψάει κ᾿ ἡ ἀγρουμέλισσα γιὰ ἥμιρου λουλούδι Μέτσοβ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ᾿Αμοργ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA