ἀγριομέλισσο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριομέλισσο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριομέλισσο τό, Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. μελίσσι.

Σημασιολογία

Ἀγριομέλισσα, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Διψοῦν οἱ κάμποι γιὰ νερὸ καὶ τὰ βουνὰ γιὰ χιˬόνιˬα, διψάει κ᾿ ἕν᾿ ἀγριομέλισσο γιˬὰ ὄμορφα λουλούδιˬα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Σῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/