ἀγριομερικὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριομερικὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριομερικὸ τό, ἀμάρτ. ἀγριομερικὸν Ρόδ. ἀγριουμιρ’κὸ Στερελλ. (Λοκρ.)

Ετυμολογία

Τὸ οὐδ. τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀγριομερικὸς γενόμενον οὐσ.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐν ἀγρίοις μέρεσι διαιτώμενον ζῷον, τὸ ἄγριον Ρόδ.: Ἕνα ἀγριομερικὸν σήμερα μοῦ ’φαγε τὴν κλωσσαρεˬὰ μὲ τὰ πουλλιˬὰ ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸν κουμᾶ. 2) Θήραμα Στερελλ. (Λοκρ): Αὐτὸς σήμιρα ἤφιρι ἀγριουμιρ’κά. Συνών. ἀγρίμι 5, ἀγριομερινός 3, κυνήγι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/