ἀγριομερσίνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριομερσίνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀγριομερσίνη ἡ, Κεφαλλ -ΠΓεννάδ. 727 ἀγριομερσίνα Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. μερσίνη.
Σημασιολογία
Θάμνος τοῦ γένους τῆς ὀξυακάνθης, ὀξυμυρσίνη ἡ ἀκανθώδης (ruscus aculeatus) τῆς τάξεως τῶν λειριωδῶν (liliaceae), μὲ τὸ φύλλον ὅμοιον πρὸς τὸ τῆς μυρσίνης, χρησιμεῦον ὡς διουρητικὸν φάρμακον, ἡ τοῦ Διοσκορ. (4,144) μυρσίνη ἀγρία. Πβ. ἀγριομυρτεˬά. Συνών. *ἀγκυλόνι 1, ἀγριόμυρτος, κατουρλεˬὰ, κοραλλοβότανο, λαγομηλεˬά. Πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 6 (1923) 221.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA