ἀθήλιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθήλιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀθήλιστος ἐπίθ. ἀσήλιε Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *θηλιστὸς < θηλίζω, παρ’ ὃ καὶ σηλίνδω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ θηλάσας: Τὸ καμπζὶ ἀραμᾶτζε ἀσήλιε (τὸ παιδίον ἔμεινεν ἀθήλαστον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/