ἀδιˬάταχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιˬάταχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδιˬάταχτος ἐπίθ. Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Παξ. ἀδταγος Πόντ. (Σάντ.) ἀιάταχτος Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀδιάτακτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων τάξιν, ἀνάγωγος Κῶς. 2) Ὁ μὴ συνετισθεὶς Κρήτ.: Ἀδιˬάταχτος θὰ μείνῃ ὅ,τι καὶ νὰ πάθῃ. 3) Ὁ ἄνευ διαθήκης ἀποθανών, ὁ ἀδιάθετος Κάρπ. Κύπρ. Παξ.: Ἅμα πέθανε ὁ δεῖνα ἀδιˬάταχτος, οἱ κλερονόμοι πετάξανε τὴ γυναῖκα του ’ς τοὺς πέντε δρόμους Παξ. 4) Ὁ μὴ λαβὼν διαταγὴν τινα Πόντ. (Σάντ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA