ἀδιˬάφορα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιˬάφορα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀδιˬάφοραω ἐπίρρ. Παξ. Πόντ. (᾿Αμισ.) κ.ἀ.-ΓΔροσίν. Ἀγροτ. ἐπιστ. 152 ἀδφορα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀδιˬάφορος.

Σημασιολογία

1) Μετ᾿ ἄδιαφορίας, ἄνευ ἐνδιαφέροντος Παξ. κ.ἀ.-ΓΔροσίν. ἔνθ’ ἀν.: Τοῦ μίλησε ἀδιάφορα γι’ αὐτὴν τὴν κουβέντα καὶ τὰν ἐκρύωσε Παξ. || Ποίημ. Τοῦ κάκου…δειλιˬασμένα τοῦ ζητᾷ μ’ ἕνα γλυκὸ λογάκι δυὸ φιλε͜ιά, ἀδιˬάφορ’ ἀποκρίνεται ἡ φωνή του. -Ἄφησε τώρᾳ, πάω σὲ δουλε͜ιὰ. ΓΔροσίν. ἔνθ’ ἀν. 2) Μάτην, ἀνωφελῶς Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ. Χαλδ.): Μὴ καλατεύ’ς ἀδφορα (καλατζεύς=ὁμιλῇς) Χαλδ. Πβ. ἀδιˬαφόρετα, ἀδιˬαφόρευτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/