ἀδιˬαφόρευτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιˬαφόρευτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀδιˬαφόρευτα ἐπίρρ. Θήρ. Κρήτ. Σῦρ κ.ἀ. ἀδφόρευτα Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀδιˬαφόριφτα Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Σισάν)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπίθ. ἀδιˬαφόρευτος.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανωφελῶς, μάτην ἔνθ’ ἀν.: Ἔκαμα τόσο δρόμο ἀδιˬαφόρευτα Κρήτ. Μὴν κουπιˬάῃς ἀδιˬαφόριφτα Αἶν. ᾿Εξωδεῦτεν ἀδφόρευτα (ματαίως ὑπεβλήθη εἰς ἔξοδα) Τραπ. || Παροιμ. Ἀδιˬαφόρευτα πασκίζεις καὶ τοῦ κάκου πολεμᾷς (συνήθως ἐπὶ ἐραστῶν, ὧν ἡ ἐπιτυχία ἀδύνατος, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων ὁμοίων περιστάσεων) Θήρ. Σῦρ. κ.ἀ. 2) Ἀτόκως Πόντ. (Τραπ.) Πβ. ἀδιˬάφορα, ἀδιˬαφόρετα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/