ἀδιˬαφόρευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιˬαφόρευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδιˬαφόρευτος ἐπίθ. ἀδιαφόρευτος Πόντ. (Χαλδ.) ἀδιˬαφόρευτος Κρήτ. Νάξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λάστ.) κ.ἀ. ἀδιˬαφόριφτους Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Σισάν) ἀδφόρευτος Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ.) ἀδκιˬαφόρευτος Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *διˬαφορευτὸς<διˬαφορεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ παρέχων διˬάφορο, ἤτοι ὄφελος, κέρδος, ἀνωφελὴς, ἄχρηστος Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Κύπρ. Μακεδ. (Σισάν.) Νάξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λάστ.) Πόντ. (Κερασ) κ.ἀ.: Ἀδιˬαφόριφτις βρουχές Σισάν. Ἀδιˬαφόρευτα ἤτανε ἐφέτι τὰ χτήματα (δὲν ἀπέδωκαν κέρδος) Νάξ. Ἔτσι ᾿ουλε͜ιὲς ἀδκιˬαφόρευτες, ἐμέναν ἔν μὲ κόφτει (’ουλε͜ιὲς=δουλε͜ιές, μὲ κόφτει μὲ μέλει) Κύπρ. Ἀδφόρευτος ἄνθρωπος Κερασ. || Γνωμ. Σὲ τόπον ἀδιˬαφόρευτον νὰ μὴν πολυκαθίσῃς, πᾶρε τὰ ρουχαλάκιˬα σου καὶ σήκω γιˬὰ νὰ φύγῃς Ἀρκαδ. Λάστ. Συνών. ἀδιˬαφόρετος 1. 2) Ὁ μὴ ἀποδίδων διˬάφορο, ἤτοι τόκον, ὁ ἄτοκος Πελοπν. Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀδιˬαφόρευτα γρόσιˬα Πελοπν. Ἀδφόρευτα εἶναι τὰ γορόσ ᾿τ᾿ Τραπ. Συνών. ἀδιˬαφόρετος 2. 3) Ὁ μὴ κινῶν τὸ ἐνδιαφέρον (κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἀδιάφορος) Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Αὐτὸ μοῦ εἴναι ἀδιˬαφόρευτο. 4) Ὁ μὴ διˬαφερόμενος περί τινος, ἀδιˬάφορος, ἀπαθής, ἀμέριμνος Κύπρ.: Ἔμεινεν μέσ᾿ ᾿ς τὸ χωρκὸν ἀδκιˬαφόρευτος. Πβ. ἀδιˬάφορος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA