ἀδιˬάφορος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιˬάφορος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδιˬάφορος ἐπίθ. ἀδιάφορος λόγ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀδιάφορε Τσακων. ἀδιˬάφορος Ἤπ. Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Λάκων. Μάν.) Σύμ. κ.ἀ. ἀδιˬάφουρους Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀδφορος Πόντ. (Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀδιάφορος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κινῶν τὸ ἐνδιαφέρον, ὁ μὴ ἐνδιαφέρων, πάντοτε κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. πρᾶγμα (πβ. ἀρχ. «ἀδιάφορον ἐστι») σύνηθ. καὶ Ποντ (Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Μοῦ εἶναι ἀδιάφορο. Μοῦ εἶναι ἀδιάφορο πῶς θὰ πληρώσῃς. Τοῦ εἶναι ἀδιάφορο εἴτε μείνουμε εἴτε φύγουμε σύνηθ. Ἀδιάφορο τό ’χω (δὲν μ’ ἐνδιαφέρει) Θήρ. Πελοπν. (Λάκων) Κάμε ὅ,τι θέλεις, ἀδιάφορον ἀπὸ μένα Σύμ. Ἀδιάφορο ’ς ἐμένα Θήρ. ᾿Εγὼ εἶπα ’τον τὸ ἔπρεπεν, ἀδιάφορον ἄν θ’ ἀκούῃ με γιὰ ᾿κὶ θ᾿ ἀκούῃ με (’κὶ=οὐχὶ) Χαλδ 2) Ὁ μὴ ἐνδιαφερὀμενος περί τινος, ὁ μὴ εὑρίσκων ἐνδιαφέρον εἴς τι, ὁ ἀμελῶν καὶ ἀδιαφορῶν (πβ. μεταγν. ἀδιάφορος) Ἤπ. Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Παξ. Πελοπν.(Λακων.) Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) Σύμ. κ.ἀ.-ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 44: Στέκει-κάθεται-μένει ἀδιάφορος. Κάνει τὸν ἀδιάφορο σύνηθ. Εἶναι πολὺ ἀδιάφορος μαζί μας Κεφαλλ. Εἶναι ἀδιˬάφορος μὲ τὰ παιδιˬὰ τοῦ ἀδερφοῦ του αὐτόθ. ᾽Εκεῖνος ἐξέρ’ ντὸ ὑποφέρω, ἄμα εὐτάει τὸν ἀδφορον (εὐτάει=κάμνει) Χαλδ. Καὶ πάλε τὸν πατέρα μου λυπήθηκα καὶ βάλθηκα νὰ παίξω τὴν ἀδιάφορη ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. 3) Ὁ μὴ παρέχων ὠφέλειαν, κέρδος ἀνωφελὴς, ἄχρηστος Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) κ.ἀ. β) Ἀνίκανος (δὰ ἐσήμαινε κατ᾿ ἀρχὰς τὸν μὴ δυνάμενον νὰ δώσῃ ὠφέλειαν) Πόντ. (Χαλδ.) Πβ. ἀδιˬαφόρετος, ἀδιˬαφόρευτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA