ἀδιˬαώρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιˬαώρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀδιˬαώρα ἐπίρρ. Κύθηρ. Νάξ. (Φιλότ.) Σῦρ. ἀδιˬανώρα Κύθηρ. ἀδιˬανώρι Χίος ᾿διουνώρ’ Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἴσως ἐκ τοῦ διὰ ὥρα. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀδιˬαλίγου. Κατὰ Κ Ἄμαντ. ἐν Χιακ. Χρον. 6 (1926) 8 πιθανῶς ἐκ τοῦ ἄδεια ὥρα. Ὁ τύπ. ἀδιˬανώρι καὶ κ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Κάθε ὥρα, πᾶσαν στιγμήν, συχνάκις ἔνθ’ ἀν.: Ἀδιˬαώρα τσαὶ λιγάτσι μοῦ κουβαλει͜έται Σῦρ. Ἀδιˬαώρα μὲ bελαδιˬάζεις αὐτόθ. Ἀδιˬαώρα ἔρχεται τσαὶ μοῦ λέει νὰ τοῦ πουλήσω τὸ χωράφι μου αὐτόθ. Ἀδιˬαώρα θὰ μοῦ ’ρχεσαι ’δῶ; Νάξ. Ἀδιˬανώρι ἔρχεται καὶ μὲ πειράζει Χίος Ἀδιˬανώρι ἔρχεσαι, βρέ, καὶ μοῦ χτυπᾷς τὴν πόρτα μου! αὐτόθ. Ἀδιˬανώρι θὰ τρώς αὐτόθ. Συνών. ἀδιˬαλίγου, κάθε λίγο (ἰδ. λίγος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/