ἀγαπήσιμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαπήσιμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγαπήσιμος ἐπίθ. Πόντ. (Οἰν.) ἀγαπέσιμος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγάπησι.

Σημασιολογία

Ἀξιαγάπητος, ἀξιέραστος, ἐράσμιος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀγαπέσιμος ἄθρωπος ἔν᾿ Κοτύωρ. κ.ἀ. Ἀγαπέσιμος κουτσὴ (κόρη) αὐτόθ. Πολλὰ ἔμορφος ᾿κ᾿ ἔν᾿, ἄμαν ἀγαπέσιμος ἔν᾿ (δὲν εἶναι πολὺ ὡραία, ἀλλ᾿ ὅμως εἶναι ἀξιαγάπητος) Κερασ. Οὔ, τ᾿ ἄχαρον, ντ᾿ ἄγαπέσιμον παιδόπον ἔν᾿! (ὤ, τὸ ἄχαρι, τί ἀξιαγάπητον παιδάκι εἶναι! Τὸ ἄχαρον θωπευτικῶς. Εἰς τὸ ντ᾿ ἄγαπέσιμον ἔγινεν ἀνάπτυξις πρωτεύοντος τόνου εἰς τὴν ἄρχουσαν συλλαβὴν διὰ τὸ προηγούμενον ἐρωτηματ. ντό) Τραπ. Συνών. ἀγαπησιˬάρις 3, ἀγαπητερός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/