ἀθήρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθήρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀθήρι τό, ἀθήριν Κύπρ. ἀθήρι ᾿Αμοργ. Θήρ. Κάλυμν. Κρήτ. Κύθηρ. Ρόδ. ἀθ-θήρι Κάρπ. ἀθούρι Κάρπ. ἀρθήρι Θήρ. ἀχήρι Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀθήριν, ὃ ἐκ τοῦ τοπων. Θήρα.

Σημασιολογία

1) Εἶδος σταφυλῆς μὲ ἐπιμήκεις λευκὰς ρᾶγας, λεπτόμισχον καὶ ἁπαλοῦ φλοιοῦ, τὸ γλυκύτερον, λευκότερον καὶ ἐπικρατέστερον εἶδος σταφυλῆς τῆς νήσου Θήρας ἔνθ’ ἀν. 2) Οἶνος ἄριστος ἐκ τῆς ἐν σημ. 1 σταφυλῆς παραγόμενος Κύθηρ. Πβ. Πρόδρομ. 3,285 Η (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «ἀλλὰ γλυκὺν Μυτιληναιὸν καὶ Κρητικὸν ἀθήριν». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀθηρᾶτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/