ἀγριομουγκάλισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριομουγκάλισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριομουγκάλισμα τό, ἁμάρτ. Άγριομουgάλισμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγριομουγκαλίζω.

Σημασιολογία

Ἡ ὑπερβολικὴ βοή, ἰσχυροτάτη φωνὴ ὡς εἶναι ὁ τοῦ βοὸς μυκηθμός: Εἶdα μουgάλισμα, εἶdα ἄγριομουgάλισμα ’ν’ εὐτό! Συνών. ἀγριομουγκαλισματεˬά, ἀγριομουγκαλισμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/