ἀγαπίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαπίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγαπίτσα ἡ, Ἀθῆν. Θρᾴκ. Παξ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀγάπη.
Σημασιολογία
1)Τὸ ἀγαπώμενον πρόσωπον, ἐπὶ συζύγου, τέκνου, κττ. Ἀθῆν.: Τί κάνεις, ἀγαπίτσα μου; Πβ. ἀγάπη 3. 2)Ἐρωμένη Θρᾴκ. Παξ. κ.ἀ.: Ἔχω κ᾿ ἐγὼ μιˬὰν ἀγαπίτσα Παξ. || ᾎσμ. Πέφτει τ᾿ ἄνθη κάτω κὶ ᾿ς τὴ γῆς βροντίζει καὶ τὴν ἀγαπίτσα μ᾿ τὴν κακορραγίζει Θρᾴκ. Πβ. ἀγάπη 3. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγαπήτριˬα 2. Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. κύριον Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA