ἀθ-θάριν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθ-θάριν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀθ-θάριν τό, Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἴσως ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀνθάριον παρὰ τὸ ἄνθος. Πβ. ΓΛουκᾶ Λεξιλ. Κυπρίων 20.
Σημασιολογία
1) Ἐξάνθημα ἐπὶ τοῦ δέρματος τῶν ζῴων, ἰδίως τῶν βοῶν καὶ τῶν αἰγῶν, παραγόμενον ὑπὸ τῆς νύμφης τοῦ ἐντόμου ὑποδέρματος τοῦ βοὸς (hypoderma bovis) τῆς οἰκογενείας τῶν οἰστριδῶν (oestridae) παραμενούσης ὑπὸ τὸ δέρμα, νόσος ὑποδερματῖτις. 2) Μικρὰ ὀπὴ ἐπὶ κατειργασμένου δέρματος προερχομένη ἐκ τῆς ἐν σημ. 1 νόσου: Τοῦτ᾿ ἡ πετεˬὰ τοῦ τραούλ-λου ᾿ὲν κάμνει γιˬ᾿ ἀίν, γιˬατὶ ἔει πολλὰ ἀθ-θάρκα (ἀὶν=ἀσκός). Ἔσπασαν τ’ ἀθ-θάρκα τ᾿ ἀιˬοῦ. Πβ. γιˬοθάρι, γιˬοθή, σκαθάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA