ἀδικοβγάλλω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδικοβγάλλω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀδικοβγάλλω ἀμάρτ. ἀδικοβγάλνω Παξ. ἀδικοβγάνω Ἤπ. ᾿Ιόνιοι Νῆσ. (Κεφαλλ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.)-ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 20.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄδικα καὶ τοῦ ρ. βγάλλω.

Σημασιολογία

Ἀδίκως, ψευδῶς προσάπτω εἴς τινα μομφήν, κατηγορίαν, κακοφημίζω, διαβάλλω, συκοφαντῶ ἔνθ’ ἀν.: Μᾶς τὸν ἀδικοβγάνετε Κεφαλλ. Κύθηρ. Τὴν ἀδικοβγάλανε μὲ τὸν κουνιˬάδο της, ποῦ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ τό ’βρουν! Παξ. Ξέρω πῶς σ’ ἀδικοβγάνουνε Κεφαλλ. ψέματα! Μ’ ἀδικοβγάνουν. Χίλιˬες φορὲς τὸ εἶπα καὶ τὰ ξαναλέω ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. || Γνωμ. Κάνει δυὸ κακὰ ἐκε͜ιὸς ποῦ ἀδικοβγάνει ᾿Ιόνιοι Νῆσ. Πβ. ἀδικοβάλλω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/