ἀδικογερνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδικογερνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀδικογερνῶ ἀμάρτ. ἀδικογερῶ Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄδικα καὶ τοῦ ρ. γερνῶ.
Σημασιολογία
Ἀδίκως γηράσκω: ᾎσμ. Γιˬῶτα, γεφύρι θὰ γενῶ, μικρἠ μου, νὰ περάσῃς νά ’ρθῃς νὰ σμίξωμε τὰ δυὸ νὰ μὴ ἀδικογεράσῃς (τὸ ᾆσμ ἀπόσπασμα. ἀλφαβήτου τῆς ἀγάπης, τὸ δὲ γιῶτα ὄνομα τοῦ γράμματος ι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA