ἀδικοθανατεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδικοθανατεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀδικοθανατεύω Χίος
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄδικα καὶ τοῦ ρ. θανατεύω.
Σημασιολογία
Ἀδίκως θνῄσκω, αὐτοκτονῶ: ᾎσμ. Ποῦ ’ναι βουνὸ νὰ κρεμαστῶ, ποῦ ’ναι βουνὸ νὰ πέσω, ποῦ ’ναι μαχαίρι κοφτερὸ ν᾿ ἀδικοθανατέψω; Συνών. ἀδικοθανατίζω 1 β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA