ἀδικοθανατίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδικοθανατίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀδικοθανατίζω Α.Ρουμελ. (Σωζόπ) Βιθυν. Ἤπ. ᾿Ιων. (Κρήν.) Κάσ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.) ἀδ’κουθανατίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) Σάμ. κ.ἀ. ἀδ’κουθανατῶ Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀδικοθάνατος. Ὁ τύπ. ἀδ’κουθανατῶ ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀδικοθανατῶ κατὰ τὰ περισπώμενα.
Σημασιολογία
1) Ἀμτβ. ὑποκύπτω εἰς ἄδικον, βίαιον, πρόωρον θάνατον ἔνθ’ ἀν.: Ἄν σοῦ φταίω, ν’ ἀδικοθανατίσω ᾿Αρκαδ. || Φρ. Ἀ, ποῦ νὰ μὴν ἀδικοθανατίσῃς! (εὐχὴ ὑπὸ τύπον ἀρᾶς) Κρήτ. Ἆ, ποῦ ν᾿ ἀδ’κουθανατίσῃς! (ἀρὰ) Σάμ. || ᾊσμ. Ἀνίσως καὶ δὲ σ’ ἀγαπῶ, ν᾿ ἀδικοθανατίσω κ’ εἰς τοῦ τζελάτη τὸ σπαθὶ ἐκεῖ νὰ ξεψυχήσω (τζελάτης=δήμιος) Βιθυν. κ.ἀ. Ἀνίσως καὶ μ᾿ ἀπαρνηστῇς, ν᾿ ἀδικοθανατίσῃς Κάσ. Κρῖμα ’τανε σὲ τέτο͜ιο νεˬὸ ν᾿ ἀδικοθανατίσῃ Κρήν. Ἄν ἔχω ’γὼ τὸν ἄdσου, ν᾿ ἀδικοθανατίσω Κρήτ. Μὲ τὴν καρδιˬὰ ἂν δὲ σ’ ἀγαπῶ, ν᾿ ἀδικοθανατίσω Ἤπ. Β) Αὐτοκτονῶ Κρήτ.: ᾎσμ. Δίνε μου πάντα δύναμι νὰ πολεμῶ τὴ λύπη, ᾿ς τὸ νοῦ μου νὰ μὴ ’ρθῇ ποτὲς ν᾿ ἀδικοθανατίσω. Συνών. ἀδικοθανατεύω. 2) Μετβ. καταδικάζω τινὰ ἀδίκως εἰς θάνατον Πελοπν. (Λακων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA