ἀγριοντομάτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοντομάτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγριοντομάτα ἡ, ΠΓεννάδ. 917 ἀγριγιˬουdουμάτα Λῆμν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. ντομάτα.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν στρύχνος ὁ μέλας (solanum nigrum) τοῦ γένους τοῦ στρύχνου, τῆς τάξεως τῶν στρυχνοειδῶν (solanaceae), ὁ τῶν άρχ. στρύχνος ὸ ἐδώδιμος ἣ κηπαῖος (Θεοφρ. Ἱστορ. Φυτ. 7, 15, 4 καὶ Διοσκορ. 4, 71), διαφόρων ποικιλιῶν δηλητηριωδῶν, ὧν ἡ ἀθῳοτέρα στρύχνος ὁ ἐδώδιμος (solanum miniatum) μὲ τὰ φύλλα μέλανα, τὸν καρπὸν ραγώδη καὶ τὰς τρυφερὰς κορυφὰς πρὸ τῆς καρποφορίας ἐδωδίμους, ὀσμῆς δὲ βαρείας. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 220. Πβ. μελιτζάνα. Συνών. ἀγριοστάφυλο, ἀμπελουρίδα, βρομοβότανο, βρομόχορτο, μαυρόχορτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/