ἀγριοξάνοιγμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοξάνοιγμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοξάνοιγμα τό, ἀμάρτ. ἀgριγιˬοξάνοισμα Κρήτ. ἀgριγιˬοξάνοιμα Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγριοξανοίγω.
Σημασιολογία
Τὸ ἀγρίως, βλοσυρῶς προσβλέπειν: Ἀπὸ τ᾿ ἀgριγιˬοξάνοισμα bορεῖς νὰ καταλάβῃς εἶdα σοῦ μαγερεύει! (τί κακὸν μελετᾷ ἐναντίον σου!) Συνών. ἀγριοκοίταγμα, ἀγριοκοιταξιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA