ἀγριοξεικάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοξεικάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγριοξεικάζω ἀμάρτ. ἀγροξεικάζου Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ ρ. ξεικάζω. Περὶ τῆς διαφόρου ἐτυμ. πβ. ΑΧατζῆν ἐν Ἀθηνᾷ 41 (1929) 213.
Σημασιολογία
Προσβλέπω τινὰ ἀγρίως, βλοσυρῶς. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγριοβλέπω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA