ἀδικοκρεμασμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδικοκρεμασμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδικοκρεμασμένος ἐπίθ. Ζάκ. Κεφαλλ. Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄδικα καὶ τοῦ κρεμασμένος μετοχ. τοῦ ρ. κρεμῶ, παρ’ ὃ καὶ κρεμάζω.

Σημασιολογία

Ὁ ἀδίκως ἀπηγχονισμένος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Καὶ τώρᾳ, γιˬέ μου, σὲ θωρῶ ἄδικοκρεμασμένο (ἡ Θεοτόκος πρὸς τὸν Χριστὸν) Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/