ἀγριόξυλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριόξυλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριόξυλο τό, κοιν. ἀgριγιˬόξυλο Κρήτ. ἀγριόξ’λου βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. ξύλο.

Σημασιολογία

1) Ξύλον ἀγρίου δένδρου, ξύλον σκληρὸν κοιν.: Αὐτὸ τὸ μόbιλο εἶναι φκε͜ιασμένο ἀπὸ ἀγριόξυλο (μόbιλο=ἔπιπλον) Κεφαλλ. Ἔκαμα τὸ στειλε͜ιάρι ἀπὸ ἀγριόξυλο αὐτόθ. Πέτα του αὐτό, εἶνι ἀγριόξ’λου, δε gαίϊτι Στερελλ. (Αἰτωλ) Πῆις κ᾽ ἤφιρις οὕλα τ᾿ ἀγριόξ’λα αὐτόθ. 2) Συνεκδ. δεινὴ μαστίγωσις, σκληρὸς δαρμὸς Κεφαλλ.: Τὄδωσε ἄγριόξυλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/