ἀδικοκρίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδικοκρίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀδικοκρίνω ἀμάρτ. ἀδικοκρένω Ἤπ. ἀδ’κουκρένου Ἤπ. (Χουλιαρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄδικα καὶ τοῦ ρ. κρίνω.

Σημασιολογία

1) Κατακρίνω τινὰ ἀδίκως ἔνθ’ ἀν.: Τοὺν ἀδ’κουκρίναμι τοὺν δεῖνα Χουλιαρ. Ἔτσι ἀδικόκρινες τὸ κορίτσι κεῖνο Ἤπ. 2) Συκοφαντῶ Ἤπ. (Χουλιαρ.): Μὴν ἀδ’κουκρέ’ς καέναν. Πβ. ἀδικοκολλῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/