ἀθιβολὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθιβολὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀθιβολὴ ἡ, ᾿Αμοργ. Ζάκ. Ἰων. (Κρήν.) Κάλυμν. Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθν. Κῶς Μῆλ. Νάξ. Νίσυρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων.) Σίκιν. Σίφν. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. ἀνθιβολὴ Κύπρ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀθ-θιβολὴ Κύπρ. Κῶς ἀθ-θιολὴ Κάρπ. Κάσ. Κῶς ἀτθιβολὴ ᾽Αστυπ. Κῶς ἀθ-θεβουλὴ Χίος (Μεστ.) ἀθεολὴ Χίος ᾿θιβολὴ Κύθηρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀμφιβολὴ κατὰ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 9 κἑξ. κατ᾿ ἀνομ. ἀφιβολὴ - ἀθιβολὴ ἕνεκα τοῦ ἑπομένου β. Πβ. Cusa Diplomi 7,307 «ἐλθεῖν σὺν τοῦ ἐπισκόπου καὶ λῦσαι τὴν ἀμφιβολὴν τοῦ ἐπισκόπου καὶ Γιπέρτου» καὶ τύπον ἀφιβολὴ παρὰ Δουκ. Κατὰ Κορ Ἄτ. 2,50 ἐκ τοῦ ἀντιβολὴ-ἀνθιβολὴ-ἀθιβολὴ. Ὁμοίως κατὰ Foy Lauts. griech. Vulgäspr. 29. Κατὰ GMeyer ἐν Byzant. Zeitschr. 3 (1894) 156 ἐκ συμφύρ. τοῦ ἀντιβολὴ καὶ ἀμφιβολή. Πβ. ἀθιβάλλω . Ἡ λ. καὶ παρὰ Βεργαδ. ᾿Απόκ. (ἔκδ. Legrand Biblioth. gr. vulg. 2,106) «καὶ ἀθιβολὴν πολύθλιβον καὶ ἔμο͜ιαζεν μοιρολόγιν».

Σημασιολογία

1) ᾽Αμφιβολία Κεφαλλ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακων.): Νὰ μὴν ἔχῃς ἀνθιβολὴ κἀμίνιˬα (κἀμμίαν). 2) ᾽Αντιλογία Σίκιν. 3) Ὁμιλία, συνομιλία, συζήτησις Ἤπ. Κάσ. Κρήτ. Μῆλ. κ.ἀ.: Παροιμ. Σπίτι καὶ καράβι, ἀθιβολὴ δὲ λείπει (ὅτι οὐδέποτε λείπει ὁ ἐκ τῶν ὁμιλιῶν θόρυβος εἰς τὴν οἰκίαν καὶ τὸ πλοῖον) Μῆλ. || ᾎσμ. ᾿Αρχίζουν τὲς ἀθιβολές, πολλῶ λογιˬῶ μαdέδες (μαdέδες=ὑποθέσεις) Κρήτ. Κιˬ᾽ ἀθιβολὴν ἐβάνανε πο͜ιὸς ἔχει κάλλιˬο μαῦρο Ἤπ. 4) Λόγος, μνεία περί τινος, συνήθως μετὰ τῶν ρ. ἔχω, κάνω, σύρω σύνηθ.: Ψὲς βράδυ εἴχαμε τὴν ἀθιβολή σου (σὲ ἀνεφέραμεν εἰς τὰς συνομιλίας ἡμῶν) σύνηθ. ᾽Εκεῖ ποῦ μιλούσαμε, ἐσύμπεσε ἡ ἀθιβολή σου Κῶς ᾽Εφέραμε dὴν ἀθιβολή σου ἐκεῖ ποῦ καθόμαστανε Κρήτ. Μὴ φέρνῃς τὴν ἀθιβολή του Κρήτ. Πάψε τὴν ἀθιβολή μου (μὴν κάμνῃς λόγον δι’ ἐμὲ) αὐτόθ. Μὴ μοῦ κάνῃς ἀθ-θιολὴ (μὴ μοῦ μνημονεύῃς αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο) Κάρπ. || Φρ. Ἔχουν τὴν ἀθιβολή μου (ἐπὶ πταρνιζομένου, περὶ τοῦ ὁποίου πιστεύεται, ὅτι ἀπών τις ἀναφέρει τὸ ὄνομά του ἢ ἐπὶ ἐκείνου τοῦ ὁποίου βοΐζουν τὰ ἀφτιὰ) Κύθν. Κρήν. Κρήτ. κ.ἀ. Φταρμιˬάζομαι καὶ σάικα ποθὲς λένε τὴν ἀθιβολή μου (σάικα=ὡρισμένως) Κρήτ. ᾿Αθιβολή! (σιωπή! τσιμουδιά!) Κρήτ. Σῦρ. || Παροιμ. Ἄν θές νὰ δῇς τὸν ἄνθρωπο, τὴν ἀθιβολή του φέρε (ἐπὶ τοῦ παρουσιαζομένου καθ᾿ ἣν στιγμὴν γίνεται λόγος περὶ αὐτοῦ) Κρήν. || ᾌσμ. ᾽Αθιβολὴ δὲν εἴχανε κιˬ ἀθιβολὴ ἠπιˬάσαν αὐτόθ. Μὰ ᾿κεῖ ᾿ς τὸ φά καὶ ᾿κεῖ ᾿ς τὸ πιˬεῖ ἀθιβολὴν ἐσύραν ἐπάνω γιˬὰ τοὶς ὄμορφες καὶ γιˬὰ τοὶς μαυρομμάτες Χίος Ἄρκοντες τρών καὶ πίνουσι σὲ μαρμαρένην τάβλαν καὶ οὕλοι τρών καὶ πίνουσι κιˬ ἀθ-θιολὴν δὲ φέρουν Κάρπ. Κάθου ’τουδὰ ποῦ κάθεσαι κιˬ ἀθιβολὴ μὴ φέρνῃς Κρήτ. β) Εἴδησις, γνῶσις Νάξ. Κρήτ. Σίφν.: Δὲν ἔχει ἀθιβολὴ Νάξ. ᾿Εγὼ τὸ πούλησα χωρὶς νὰ κατέχῃ ἀθιβολὴ Κρήτ. 5) Κακὸς λόγος, συκοφαντία Κρήτ.: ᾎσμ. Νὰ φύγω θέλω κιˬ ἀποπὰ νὰ πάω ᾽ς ἄλλο dόπο νὰ πάψουν οἱ --ἀθιβολὲς κ’ οἱ γλῶσσες τῶν ἀθρώπω β) Δυσφήμισις Κρήτ.: Ἄδικα βγῆκε ἡ ἀθιβολή του. Πβ. ἀθιβολία, ἀμφιβολία, ἀναθιβολή, ἀφιλογή, παραθιβολή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/