ἀγριόπευκος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριόπευκος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσεινκό

Τυπολογία

ἀγριόπευκος ὁ, ἐνιαχ. Πβ. ΠΓεννάδ. 770 ἀρκόπευκος Κύπρ. ἀγριόπευκο τό, ἀγν. τόπ. ἀγριόπευκου Στερελλ. (Φθιῶτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. πεῦκος, παρ’ ὃ καὶ πεῦκο.

Σημασιολογία

Ποικιλίαι τοῦ δένδρου πεύκης τῆς λαρικοειδοῦς (pinus laricio) τοῦ γένους πεύκης (pinus) τῆς τάξεως τῶν κωνοφόρων (coniferae). Συνών. ἀγριοκουκκουναρεˬά, ἀγριοπιτεˬά, ἀγριοστροβιλεˬά, πεῦκος. Εἰδικώτερον δὲ 1) Πεύκη λαρικοειδὴς ἡ μέλαινα ἢ Αὐστριακὴ (pinus laricio ἢ Austriaca) ἐνιαχ. Πβ. ΠΓενναδ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. μηλοέλατο, μοσκοέλατο. 2) Πεύκη λαρικοειδὴς ἡ Ταυρικὴ ἢ Καραμάνιος (pinus laricio Taurica ἢ Caramana) Κύπρ. Πβ. ΠΓεννάδ. ἔνθ᾽ ἀν.: Πάμε ᾿κεῖ ’ς τοὺς ἀρκόπευκους ποῦ ’ει ιˬὸς πολλὺν (ιˬὸς =σκιά). Συνών. μαντόπευκος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/