ἀθόπαννο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθόπαννο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀθόπαννο τὸ, ἀμάρτ. ἀθ-θόπαν-νο Ρόδ. ἀτθόπαν-νο Σύμ. ἀτ-τόπαν-νο Σύμ. ἀόπαν-νο Κῶς

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄθος καὶ παννί.

Σημασιολογία

1) Παννίον, εἰς τὸ ὁποῖον τίθεται ἡ τέφρα κατὰ τὴν πλύσιν τῶν ἐνδυμάτων Ρόδ. Σύμ.: Μοῦ ’φαγαν οἱ ποντικοὶ τὸ ἀθ-θόπαν-νο Ρόδ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀθομαντήλα. 2) Παννίον, διὰ τοῦ ὁποίου, καθαρίζουν τὸν κλίβανον μετὰ τὴν πύρωσιν Κῶς : Πᾶρ’ τὸ ἀόπαν-νο καὶ πάν-νισε τὸ φοῦρνο. Συνών. καταμάγιˬα, παννιˬάρα, παννίστρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/