ἀθρακιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθρακιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀθρακιˬὰ ἡ, Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Καππ. (Σινασ.) Κεφαλλ. Λευκ. Ρόδ. κ.ἀ. ἀθ-θρακιˬὰ Κῶς ἀδραξιˬὰ Κύπρ. (Πάφ.) ἀγραξιˬὰ Κύπρ. ἀτρατσιˬὰ Μεγίστ. ἀτρατσὰ Μεγίστ. ᾿θρακιˬὰ Αἴγιν. Ἤπ. Λευκ. Μακεδ. (Πάγγ.) Νίσυρ. κ.ἀ. ᾿θρατσέα Μέγαρ. ᾿δραπὰ Κύπρ. (Ὀρειν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀνθρακιά.
Σημασιολογία
1) Σωρὸς ἀνημμένων ἀνθράκων, οἱ ὁποῖοι εχωνεύθησαν καλῶς Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Καππ. (Σινασσ.) Κεφαλλ. Κύπρ. (᾿Ορειν. Πάφ. κ.ἀ.) Κῶς Λευκ. Μακεδ. (Πάγγ.) Μεγίστ. Ρόδ. κ.ἀ.: Ψήν-νω ᾿ς τὲς ἀγραξιˬὲς ὀφτὸν Κύπρ. Ἡ φωτιˬὰ ἔκαμεν ἀτρατσὰν Μεγίστ. β) Τέφρα μετὰ μικρῶν ἀνημμένων ἀνθράκων ἀνάμεικτος Μεγίστ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀθράκα 2. 2) Ἀρχαῖοι τάφοι ἐπὶ βράχων λελαξευμένοι (πιθανῶς, διότι ἐν αὐτοῖς καμινεύονται ἄνθρακες. Πβ. Ἡσύχ. «ἀνθράκιον… καὶ πᾶσα μικρὰ κάμινος») Αἴγιν. β) Οἱ ἐγκαταλελειμμένοι ληνοὶ καὶ αἱ παλαιαὶ δεξαμεναὶ τῶν κήπων Μέγαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA