ἀθρακόβολη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθρακόβολη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀθρακόβολη ἡ, Κρήτ. Πελοπν. (Λάστ.) κ.ἀ. ἀθρακοβόλη Κρήτ. ᾿θρακόβολη Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βασαρ. Βρέσθεν. Λακων. Μεσσήν. Πύλ. κ.ἀ.) ’θρακόβουλ’ Στερελλ. (Αἰτωλ) ᾿θρασκόβολη Πελοπν. (Λάκων. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀθρακοβόλι. Περὶ τοῦ σ τοῦ τύπ. θρασκόβολη ἰδ. ΧΠαντελίδ. ἐν Byzant. – Neugr. Jahrb. 6 (1927/8) 430 κἑξ.

Σημασιολογία

Ἀνθρακιά, σωρὸς ἀνημμένων ἀνθράκων ἐν ἀρχῇ τῆς ἀποτεφρώσεως ἔνθ’ ἀν.: Χώνω τὴ bίττα ᾿ς τὴν ἀθρακόβολη Κρήτ. Πάτησε μέσ᾿ ’ς τὴ ’θρακόβολη καὶ κάηκε Μεσσήν. Βαλμένο ᾿ς τὴ ’θρακόβολη γιˬὰ νὰ βαστάῃ τὸ φαεῖ ζεστὸ Λακων. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀθράκα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/