ἀθρακούφη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθρακούφη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀθρακούφη ἡ, Ἰων. (Κρήν.) Πελοπν. Χίος - Λεξ. Λάουνδ. ἀθρασκούφη Λέσβ. ἀθρασκούφ’ Ἴμβρ. Κυδων. ἀθαασκούφ’ Σαμοθρ. ἀδρασκούφ’ Κυδων. Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀνθρακιὰ καὶ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. κούφη ἀντὶ ἀνθρακιοκούφη. Πβ. Κορ. Ἄτ. 5,19 καὶ Διοσκορ. 5,85 «ἐπιτίθει δὲ τοῦτο ἐπὶ λεπτὴν καὶ κούφην ἀνθρακιὰν». Πβ. καὶ ἀθοκούφη. (Κατὰ ΦΚουκουλ. ἐν Ἀθηνᾷ 30 (1919) Λεξικογρ. Ἀρχ. 27 κἑξ. ἐκ τῶν οὐσ. ἀθράκα καὶ κύπη). Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Τέφρα ἀνάμεικτος μετὰ μικρῶν ἀνημμένων ἀνθράκων. Πβ. ἀθοκούφη, ἀθρακάλη, ἀθρακιˬά, χόβολη. 2) Τέφρα θερμὴ | βρεγμένη δι’ ὄξους, ἡ ὁποία τίθεται ἐπὶ πονοῦντος μέρους τῆς κοιλίας ὡς φάρμακον κατευναστικὸν Ἴμβρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/