ἀθρακώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθρακώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀθρακώνω, ἀνθρακώνω Πόντ. (Κερασ.) ἀθρακώνω Πόντ. (Ὄφ.) ᾿θρακώνω Πόντ. (Ἀμισ. Κρώμν. Σάντ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀνθρακῶ.
Σημασιολογία
1. Μετβ. πυρακτώνω, πυρώνω ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀθράκωσο τὰ καρβών Ὄφ. Καὶ ἀμτβ. πυρακτώνομαι, πυρώνομαι ἔνθ’ ἀν.: Ἐθράκωσανε τὰ καρβών Ὄφ. β) Ἀπανθρακοῦμαι διὰ τῆς καύσεως ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἀνάπτω Πόντ. (Τραπ.): Ἐθράκωσα τὸ μαγκάλ’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA