ἀγριοσέλινο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοσέλινο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοσέλινο τό, πολλαχ. ἀγριοσέλινου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀρκοσέλ-λενον Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀγριοσέλινον.

Σημασιολογία

1) Διάφορα ἀγριόχορτα τῆς τάξεως τῶν σκιαδανθῶν (umbelliferae) α) Ἡ τοῦ κηπευτοῦ σελίνου ἀγρία ποικιλία, σέλινον τὸ ἕλειον (apium graveolens palustre), τὸ άρχ. ἑλειοσέλινον (Διοσκορ. 3, 68) ἐνιαχ. β) Φυτὰ τοῦ γένους τοῦ σμυρνίου (smyrnium) (α) Σμύρνιον τὸ Ὀρφανίδειον (smyrnium Orphanidis), φυτὸν ναρθηκόμορφον ἐνιαχ. (β) Σμύρνιον τὸ διατρητόφυλλον (smyrnium perfoliatum), τὸ ἀρχ. σμύρνιον ἢ πετροσέλινον μερῶν ξηρῶν ἐνιαχ. (γ) Σμύρνιον τὸ μελανοσέλινον (smyrnium olus-atrum), ἀγριοσέλινον συσκίων καὶ ἑλωδῶν μερῶν, ναρθηκόμορφον ἢ σκιλλόμορφον, μὲ μέλαν τὸ σπέρμα, τὸ ἀρχ. ἰπποσέλινον ἐνιαχ. Συνών. ἀγριοκάρδαμο, ἀγριόσμυρνο, μαυροσέλινο, πικροσταφίδα, σκιλλοσέλινο, σμυρνεά. 2) Τὰ ἑξῆς ἄλλων τάξεων ὅμοια φυτὰ α) Βατράχιον τὸ Ἀσιατικὸν (ranunculus Asiaticus) τῆς τάξεως τῶν βατραχιωδῶν (ranunculaceae), τὸ δεύτερον βατράχιον ἢ ἄγριον σέλινον τοῦ Διοσκορ. (2, 206) Κύπρ. Συνών. ἀγριοσελινούδι. β) Τὸ ἀγριολαχανικὸν ἐνυδροκάρδαμον τὸ φαρμακευτικὸν (nasturtium officinale ἢ fontanum) τῆς τάξεως τῶν σταυρανθῶν (cruciferae) Κύθν. Συνών. ἀγριόρροκα 1, ρόκα τοῦ ποταμοῦ (ἰδ. ρόκα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/