ἀκοπάνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκοπάνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκοπάνιστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀκουπάνιστος Θράκ. (Σαρεκκλ.) Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀκουπά’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀκουπάνιχτος Πόντ. (Κερασ.) ἀκοπάνιγος Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κόρινθ. Λακων.) Πόντ.(Ὄφ.) ἀκοπάνιος Ἤπ. ἀκουπάνιγος Πόντ.(Σάντ. Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κοπανιστός<κοπανίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κτυπηθεὶς διὰ κοπάνου, ὁ μὴ κοπανισθείς, ἐπὶ καφέ, ζαχάρεως, ἅλατος, σίτου κττ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ροῦχα ἀκοπάνιστα (τὰ μὴ κτυπηθέντα διὰ κοπάνου κατὰ τὴν πλύσιν) Ἀρκαδ. κ. ἀ. Ἔφηκες τὸν καφὲν ἀκουπάνιστον Κύπρ. Τὸ καννάβ’ ἀκοπάνιγο ἔν’ Ὄφ. Ἀκόμηνο τὸ τσουπάδ’ ἀκοπάνιγο ἔν᾿ (τσουπάδ₌ἀραβόσιτος) αὐτόθ. β) Ὁ μὴ κτυπηθεὶς δι᾿ ἐμβόλου πρὸς ἀποβουτύρωσιν, ἐπὶ γάλακτος ᾿΄Ηπ.: ’Ακοπάνιστο γάλα. 2) Ὁ μὴ ὑποστὰς θλάσιν τῶν ὄρχεων, ὁ μὴ εὐνουχισθεὶς Κρήτ. Μακεδ.(Χαλκιδ.) Πελοπν. Καλάβρυτ.): Ἄλογο-βόδι-κριάρι-τραγὶ ἀκοπάνιστο Καλάβρυτ. Ἀκουπά’στου κριˬάρ’ Χαλκιδ. Συνών. ἀζούλιστος 3, ἀκόπανος 1, ἀντίθ. κοπανισμένος (ἰδ. κοπανίζω). 3) Ὁ μὴ δαρείς, ἀξύλιστος Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Κἀνέναν ἀκοπάνιστον ᾿κ᾿ ἐφέκα ᾿ς σὸ χωρίον Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA