ἀθυρόστομος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθυρόστομος

Τύπος

Λήμμα

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀθυρόστομος ἐπίθ. Ἤπ. Χίος ἀθυρόστομο Τσακων. ἀθυρόστουμους Ἤπ. (Χουλιαρ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀθυρόστομος.

Σημασιολογία

1) Φλύαρος, ἀθυρόγλωσσος, ἐλευθερόστομος Ἤπ. Τσακων. Χίος. β) Ἀκριτόμυθος Ἤπ. 2) Ὑβριστής, βωμολόχος Ἤπ. (Χουλιαρ.): Αὐτὸς εἶνι ἀθυρόστουμους. Συνών. χαρβαλόστομος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/