ἀκόπρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκόπρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκόπρωτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κοπρωτό<κοπρώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ χρισθείς, ὁ μὴ ρυπανθεὶς διὰ κόπρου: ᾿Εγὼ ἀκόπρωτος εἶμαι Τραπ. Συνών. ἀκόπριστος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA