ἀγριόσταχυ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριόσταχυ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριόσταχυ τό, ΠΓεννάδ. 21 ἀγριάστακο Πελοπν. (Λάκων)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγριόσταχυς.
Σημασιολογία
Τὰ ἀγρωστώδη κτηνοτροφικὰ ἀγριόχορτα 1) Κριθὴ ἡ μύουρος (hordeum murinum) τοῦ γένους τῆς κριθῆς (hordeum) Πελοπν. (Λάκων) Πβ. κριθάρι. Συνών. ἀγριόσταχυς 1, σιταρόχορτο, τριχόσταχυ, τρυποσάκκι. 2) Τὸ ἀγριοσίταρο 1α, ὃ ἰδ., ΠΓεννάδ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA