ἄι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄι ἐπιφών. Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάρπ. Κύπρ. Νίσυρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων. Μάν) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Σίφν. Στερελλ. (Δωρ.) Χίος κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ἐκφωνουμένων φθόγγων πρὸς παράστασιν διαφόρων συναισθημάτων.

Σημασιολογία

1) Ἐπιφών. ἐπαναλαμβανόμενον ἐνίοτε δὶς καὶ τρὶς ἄι ἄι ἄι, δι’ οὗ δηλοῦνται διάφορα συναισθήματα α) Πόνος σωματικὸς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων. Μάν.) κ.ἀ.: Ἄι, μ’ ἐτσίμπησες δυνατά! Σαρεκκλ. Ἄι, ἄι, ἄι! Ἀρκαδ. Λακων. β) Σχετλιασμός, ἔκπληξις, θαυμασμὸς κττ. Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κάρπ. Νίσυρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Στερελλ. (Δωρ.) Χίος: Ἄι, ἄνθρωπος νὰ τοῦ πιστευτῇς! Κάρπ. Ἄι, καὶ ποῦ νὰ σοῦ τὰ λέω! Χίος Μέτα ν’ ἄι, μάννα! (ὦ μῆτερ, φεῦ!) Κερασ. Ἄι μου, τί ἔπαθα! Λακων. Ἄι με! αὐτόθ. Ἄι ἐμέν! Τραπ. 3) Εὐχὴ ἤ κατάρα Κύπρ.: Ἄι, νὰ κρέμ-μισεν ’ποῦ τὸν ἄπ-παρον! Ἄι, νὰ τὸν ἔφαν ἡ κουφὴ (ὄφις). ΙΙ) Ὡς δεικτικὸν μόρ. ἰδοὺ Πόντ. (Κερασ.) Σίφν.: Ἄι ἐποίκα ’το (ἰδοὺ τὸ ἔκαμα) Κερασ. Ἄι ἕρθεν (ἰδοὺ ἦλθεν) αὐτόθ. Ἄι τὰ (ἰδοὺ αὐτὰ) Σίφν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/