ἀκορνίζωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκορνίζωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκορνίζωτος ἐπίθ. Ἀθῆν. κ. ἀ. -Λεξ. Μ.᾽Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κορνιζωτός<κορνιζώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ διὰ κορνίζας, ἤτοι πλαισίου περιβεβλημένος ἔνθ. ἀν. : Εἰκόνα ἀκορνίζωτη ᾽Αθῆν. κ. ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA