ἀγριοσφάκα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοσφάκα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγριοσφάκα ἡ, Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. σφάκα.

Σημασιολογία

Ἀγριόχορτον τῆς τάξεως τῶν χειλανθῶν (labiatae) ὅμοιον πρὸς ἐλελίσφακον, ἤτοι στάχυς ὁ Γερμανικὸς (stachys Germanica), πιθανῶς ὁ τοῦ Διοσκορ. (3, 32) τραγορίγανος. Συνών. στάχυς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/