ἀδραχτὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδραχτὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀδραχτὰ ἐπίρρ. Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀδραχτός.
Σημασιολογία
᾿Εν σπουδῇ, ταχέως: Τὸ μουλάρι παίρνει τριφύλλι ἀδραχτὰ. Πῆρε ἀδραχτὰ τὰ-λεφτὰ κ᾿ ἔφυγε. Συνών. ἀδραχτικά, ἁρπαχτά, ἁρπαχτικά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA