ἀγριοτριφύλλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοτριφύλλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοτριφύλλι τό, Αἴγιν. Κέρκ. ΠΓεννάδ. 630 ἀγριοτρίφυλλο Κύθν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. τριφύλλι.

Σημασιολογία

Διάφορα τριφύλλια τῶν ἀγρῶν τῆς τάξεως τῶν ἐλλοβοκάρπων (leguminosae) κτηνοτροφικὰ 1) Τριφύλλιον τὸ ἀστερωτὸν (trifolium stellatum) τοῦ γένους τοῦ τριφυλλίου (trifolium) Κέρκ. 2) Τριγωνίσκος ὁ κερατιοφόρος (trigonella corniculata) τοῦ γένους τοῦ τριγωνίσκου (trigonella) Κέρκ. 3) Μηδικὴ ἡ ἥμερος (medicago sativa) τοῦ γένους τῆς Μηδικῆς (medicago), ἡ τῶν ἀρχ. Μηδικὴ πόα, τὸ κατ’ ἐξοχὴν τριφύλλιον ΠΓεννάδ. 652. 4) Ψωραλέα τὸ ἀσφάλτιον (psoralea bituminosa) τοῦ γένους τῆς ψωραλέας (psoralea), πιθανῶς τὸ τρίφυλλον τοῦ Διοσκορ. (3, 113), δύσοσμον, μὲ ράβδους λεπτὰς καὶ παραφυάδας σχοινώδεις, δημῶδες φάρμακον κατὰ τῆς δυσουρίας Αἴγιν. Συνών. βρομοῦσα. 5) Διάφοροι ποικιλίαι τοῦ λωτοῦ (lotus), λωτὸς ὁ κερατιοφόρος (lotus corniculatus), πιθανῶς τὸ τῶν ἀρχ. τρίφυλλον ἣ ἥμερος λωτὸς Κύθν. 6) Μελίλωτος ὁ λευκὸς (melilotus alba) τοῦ γένους τοῦ μελιλώτου (melilotus) ΠΓεννάδ. 647. Πβ. ἀγριοθρούμπι, μαλλιαρό, μοσκοκερατεˬά, χαμωτριφύλλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/