ἀδραχτᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδραχτᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀδραχτᾶς ὁ, (III) Κυδων. Κὐπρ. Ρόδ. ἀρδαχτᾶς Κρήτ. ἀγραχτᾶς Κύπρ. Ρόδ. ἀγρατ-τᾶς Κάρπ. Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. ἀργατ-τᾶς Μεγίστ. Σύμ. ἀργαρτᾶς Νίσυρ. ἀρταχτᾶς Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. ἀδράχτι.
Σημασιολογία
1) Μεγάλη ἀτρακτος Κάρπ. Κυδων. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Ρόδ.: Φέρε μου τὸν ἀγρατ-τᾶ νὰ κλώσωμε τὴν τριχιὰ Κάρπ. Τὰ ραφίδκια τοῦ τσαγγάρι καὶ τὰ ράμματα τοῦ στρατουρᾶ κλῶσε τα μὲ τὸν ἀδραχτᾶν (ραφίδκια=χονδρὰ νήματα, στρατουρᾶς σαγματοποιὸς) Κύπρ. β) Μεγάλη ἄτρακτος σιδηρᾶ περιστρεφομένη διὰ τῆς ἀνέμης Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ.: ’Κε͜ιὰ ποῦ μάζευα τὸ νῆμα, μοῦ ’σπασεν ὁ ἀδραχτᾶς Ρόδ. 2) Ἄτρακτος ἐν γένει Κάρπ. Μεγίστ. Κύπρ. Ρόδ. Σύμ. 3) Ὁ ἐπιστροφεύς, ὁ σπόνδυλος ὁ σὺν τῷ τραχήλῳ στρεφόμενος Κάρπ. Σύμ. 4) Ράβδος ἀγκυλωτὴ πρὸς τὸ ἄνω μέρος, διὰ τῆς ὁποίας ἀποσποῦν τὰ φραγκόσυκα ἐκ τοῦ φυτοῦ Ρόδ.: Πῆρε τὸν ἀγραχτᾶ νὰ κόψῃ τὰ φραγκόσυκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA