ἀκουβάλητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκουβάλητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκουβάλητος ἐπίθ. σύνηθ. ἀκουβάλ’τος Μακεδ. (Βογατσ.) ἀκουάλητος Μεγίστ. ἀκουβάλετος Πόντ.(Τραπ. Χαλδ.) ἀκουβάλιστος Κρήτ. -Λέξ. Λάουνδ. ἀκ’β’τους Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾽Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κουβαλητός<κουβαλῶ. Ὁ τύπ. ἀκουβάλιστος κατ᾿ ἀναλογ. τῶν ἐκ τῶν εἰς - ίζω ρ. παραγομένων.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κουβαληθῇ, ἀμετακόμιστος ἔνθ’ ἀν.: Τὰ περισσότερα πράγματα ἔμειναν ἀκουβάλιστα Κρήτ. ᾿Φῆκες πάλι τὸ νερό ἀκουβάλητο Σαρεκκλ. Ἔν’ ἀκουβάλητον ἀκόμα τ᾽ ἄερον Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA